< ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμελίζω >
ἀντιμελετάω
afanarse en sentido contrario
ἀναγινώσκοντες δὲ τὰς τοῦ Δαυὶδ πράξεις ἀντεμελέτων αὐταῖς
Ath.Al.
Fug
.2.2.