ἀντιλογικός, -ή, -όν
I
(λόγοι) ἈντιλογικοίProtag.B 5 (tít.),
οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντεςPl.Phd.90c,
ζητήματα ... ἀντιλογικὰ καὶ δυσεριστίαν τινὰ ἐμφαίνονταIambl.Myst.1.2
•ἀ. τέχνη arte de la refutación Pl.Sph.226a, 232e, R.454a, cf. Phdr.261d
•subst.
τὸ ἀ.Pl.Sph.225b.
2 de pers. experto en el debate, hábil discutidor o argumentador, dialéctico de los sofistas
ἀ. αὐτὸν (σοφιστήν) ἔφαμεν εἶναί πουPl.Sph.232b,
οἱ πάσσοφοι ἄνδρες, οἱ ἀντιλογικοίPl.Ly.216a,
ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικόςAr.Nu.1173, cf. Isoc.15.45, Ph.1.412
•subst. masc. οἱ ἀ. Los hombres hábiles en el debate, los dialécticos Pl.Phd.101e, Arist.Top.105a18,
τ]ῶν ἀντιλογικῶν δ' Εὔδοξο[ν ὁ Διο]γένης κάμηλ[ο]ν μέγι[στο]ν ἔλε[γενDiógenes llamó a Eudoxo el mayor camello entre los hábiles discurseadores Phld.D.1.21.27.
II adv. -ῶς a la manera de los dialécticos Pl.Tht.164c.