< Ἀντιλαΐς
ἀντιλακωνίζω >
ἀντιλακτίζω
1
dar patadas a
c. dat.
πίθῳ
Ar.
Pax
613
•
fig.
τοῖς τε ἔπεσιν ἀντιλακτίζον καὶ τῷ νῷ
Phld.
Rh.(Supp)
p.52.
2
cocear a su vez
ὄνος
Plu.2.10c.