ἀντιλαγχάνω


jur.

1 recurrir contra δίαιταν D.21.86, τὴν μὴ οὖσαν (δίαιταν) D.21.90, 39.38.

2 alegar excepciones τὰς παραγραφάς D.37.33.

3 demandar a su vez δίκην οὐ γεγονότων ἐγκλημάτων ἀντιλαχοῦσαι τοὺς ἄνδρας ὑπῆγον Procop.Arc.17.24.