< Ἀντικίνωλις
ἀντικιχάνομαι >
ἀντικίρναμαι
mezclarse entre sí
c. ac. de rel.
ἀντικίρνανται τὰς φυσικὰς ποιότητας
Leont.H.
Monoph
.M.86.1816D.