< ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάρδιον >
ἀντικάνθαρον
,
-ου, τό
1
bot.
lirio amarillo
,
Lilium croceum
Chaix
, Ps.Dsc.3.122.
2
precio del porte
Iust.
Edict
.13.15.