ἀντικάθημαι
• Alolema(s): jón. ἀντικατ-
1 abs. apostarse contra de ejércitos y flotas tomar posiciones, acecharse
ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ... ἐγεγόνεσαν ὀκτώHdt.9.39, cf. 41,
ἀντικάθητο καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῷ ΚερδυλίῳTh.5.6,
Θεσσαλῶν ἀντικαθημένωνPolyaen.2.3.13, cf. X.Eq.8.12, Eq.Mag.8.20
•c. dat. tomar posición frente a
τοῖς λογχοφόροιςPlb.3.94.6,
ἀλλήλοιςPlb.3.49.8.
2 oponerse a
τοῖς ... βασιλεῦσιν οἱ ἔφοροι ἀντικάθηνταιArchyt.Fr.Sp.1 (1, p.560),
τῷ λογικῷM.Ant.3.6,
ἰσχυρὸς ἀντικάθηται τούτῳ λόγοςS.E.M.1.145.