< ἀντικόντωσις
ἀντικοπτικός >
ἀντικοπή
,
-ῆς, ἡ
1
choque
,
colisión
de los átomos
, Epicur.
Ep
.[2] 46.10, 47.5,
προσχρούσεις καὶ ἀ.
Plu.2.77a.
2
de ríos
confluencia
Str.5.2.5.