< Ἀντίκολοι
ἀντικομπάζω >
ἀντικομίζομαι
recibir a cambio
τὸ [παρ' ἐκείνου] χρήσιμον
I.
BI
2.127,
εὐεργεσίας καὶ μισθούς
App.
BC
4.70.