< ἀντικέφαλος
ἀντικῆρυξ >
ἀντικηδεύω
• Alolema(s):
en v. med.
ἀντικήδομαι
Poll.5.142
cuidar a su vez
c. gen.
πατρός
E.
Io
734
•
v. med. mismo sent., Poll.l.c.