< ἀντικαταλλακτέον
ἀντικαταλλάσσω >
ἀντικατάλλαξις
,
-εως, ἡ
• Grafía:
graf. αλα-
PGnom
.90
beneficio
,
compensación
ἐκ τῆς πραγματείας
D.L.7.99, cf.
PGnom
.177 (II d.C.).