< ἀντικαταλλαγή
ἀντικαταλλακτέον >
ἀντικατάλλαγμα
,
-ματος, τό
compensación
,
pago
I.
AI
15.315,
A.Thom.A
72 (p.188.7), Thdr.Heracl.
Fr.Is
.M.18.1357B.