ἀντικαταφυτεύω


volver a plantar en lugar de, reponer ἀντὶ δὲ τῶν ἐγλειπόντων ἕτερα (δένδρα) BGU 1120.33 (I a.C.)
en v. pas. (γῆς) ἀντ[ικατα]φυτευομένης POxy.2847.1.6 (III d.C.).