< ἀντικαταρράσσω
ἀντικατασκευάζω >
ἀντικαταρρέω
fluir a su vez
ἐπὶ τῶν λεβήτων ὑγρότης
Olymp.
in Mete
.80.36, cf. Steph.
in Hp
.1.130.