< ἀντικαταμύω
ἀντικαταράομαι >
ἀντικαταπλήττω
asustar a su vez
ἀντικαταπλήττειν ἀναγκαῖον
Onas.29.2
•
c. ac. de pers.
τὸν Καίσαρα
App.
BC
3.91.