< ἀντικατακλείω
ἀντικαταλέγω >
ἀντικαταλαμβάνω
1
ocupar a su vez
τὰν τῶν καρρόνων χώραν
Ti.Locr.102d,
λόφον
D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.
2
jur.
responder con otro proceso
Pl.Com.103A.