ἀντικαθίζω
• Alolema(s): jón. ἀντικατίζομαι Hdt.4.3, 5.1


I en v. med. de ejércitos tomar posiciones frente a frente abs. Hdt.5.1
c. dat. τοῖσι Σκύθῃσι Hdt.4.3.

II act.

1 poner sitio, sitiar ἀντικαθίσας χώμασίν τε καὶ τάφροις ... αὐτὴν ... περιέλαβεν OGI 90.23-24 (Piedra de Roseta II a.C.).

2 instalar a su vez c. ac. τὰ ἔθνη, ἃ ἀπῷκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσιν Σαμαρείας LXX 4Re.17.26.