ἀντικαθέζομαι
1 tomar posiciones frente a frente Th.1.30, 4.124.
2 estar en otro bando, ser de la opinión contraria
τῶν γὰρ ἀντικαθεζομένων αὐτῷ τις τὴν τοὐναντίον ἀξιοῦσαν προοίσεται φάσινS.E.M.7.315, cf. Gr.Naz.M.37.1358A.
τῶν γὰρ ἀντικαθεζομένων αὐτῷ τις τὴν τοὐναντίον ἀξιοῦσαν προοίσεται φάσινS.E.M.7.315, cf. Gr.Naz.M.37.1358A.