< ἀντίζυγος
ἀντιζωγρέω >
ἀντιζυγόω
1
unir con bisagras
,
IG
2
2
463.78 (IV a.C.).
2
contrapesar
,
ser equilibrado
ἀντιζυγούσης τῆς ἐν ἀμφοῖν ἀξίας
Gr.Naz.M.37.434A,
πρός τι
Eust.60.29.