ἀντιδίδωμι


I 1devolver, pagar, dar a cambio c. ac. μισθὸν τῆς προδοσίας ἀντιδιδόντες Gorg.B 11a.14, τὴν τιμωρίαν Th.2.53, τὰς ὁμοίας χάριτας μὴ ἀντιδιδόναι αἰσχρόν Th.3.63, (ὁ Πύρρος) οὐκ ἐδέξατο δωρεὰν ἀλλ' ἴσους ἀντέδωκε Plu.2.195b, cf. Memn.29.3, SB 9834a23 (III d.C.)
c. ac. y dat. dar o pagar algo a alguien hοῖς χάριν ἀντιδίδ Anacr.194.2, cf. A.Ch.92, E.Cyc.192, δῶρον βουλόμενοι ἀντιδοῦναι Κροίσῳ Hdt.1.70, φὰς ἄλλα οἱ πολλαπλήσια ἀντιδώσειν declarando que a cambio le daría otros en mucho mayor número Hdt.3.135, κἀγὼ χάριν σοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας τήνδ' ἀντιδώσω E.HF 1337, καὶ τοῖς εἰσαγομένοις ἀντεδίδους τοὺς μισθούς σου LXX Ez.27.15, σὺ δὲ ἡμῖν ἀντιδοίης τὴν εὐπείθειαν Gr.Naz.M.37.376A, cf. BGU 44.15 (II d.C.), Leont.Byz.M.86.1996D, en v. pas. δέομαι οὖν σου ... ἀντιδοθῆναί μοι τὸ ἴσον πλῆθος (γῆς) ἀνθ' ἧς κα[τ]ακεκλύκασιν PEnteux.60.10 (III a.C.), cf. Th.1.41, tb. c. ac. de cosa y πρός c. ac. de pers. ἔλεός τε γὰρ πρὸς τοὺς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Th.3.40
c. ac. y adj. pred. νέκυν νεκρῶν ἀμοιβόν S.Ant.1067
c. ac. y gen. dar o pagar a cambio de σὺ δ' ἀντιδοῦσα τῆς ἐμῆς τὰ φίλτατα ψυχῆς ἔσωσας me has salvado dando lo más preciado a cambio de mi vida E.Alc.340, cf. IT 28, Lyr.Adesp.475.7S., tb. c. ac. y ἀντί c. gen. ὅτ' ἀντέδωκα κἀντὶ τῶνδε μνᾶν ποτέ Ar.Pax 1251
c. inf. permitir τὰς ὁμοίας ἀντίδος λαβὰς λαβεῖν déjanos echarles igual llave A.Ch.498, cf. S.OC 232
abs. ὁ Κῦρος λαμβάνων ... ἀντεδίδου X.Cyr.8.6.23, cf. Arist.MM 1210b18.

2 en Atenas, uso legal, ofrecer a alguien a cambio de su fortuna (v. ἀντίδοσις) τριηραρχίαν D.21.78, cf. 20.130
dar a cambio la propia fortuna δεκάκις ἂν ἕλοιτο χορηγῆσαι μᾶλλον ἢ ἀντιδοῦναι ἅπαξ Lys.24.9, cf. D.28.17.

II medic.

1 dar como antídoto καὶ τοῖς θανασίμοις ἀντιδώσεις φαρμάκοις Damocr. en Gal.14.90.

2 en v. med. combatir la fiebre ὁκόσα πυρετῷ ἀντιδίδοται ... κακοήθεα Hp.Coac.141.