< ἀντιγώνιος
ἀντιδάκτυλος >
ἀντιδάκνω
• Morfología:
[fut. -δήξομαι Muson.10]
morder a su vez
τοὺς φθεῖρας
Hdt.4.168,
δάκνοντα
Ael.
NA
4.19,
τὸν δακόντα
Muson.l.c.