< Ἀντίδοτος
ἀντιδουλεύω >
ἀντιδούλεια
,
-ας, ἡ
servicio en correspondencia
τὸν ἀντίμισθον καὶ τὴν ἀ. παράσχου τοῖς γονεῦσί σου
Phys
.B 238.2.