ἀντιδοξέω


ser de opinión contraria o diferente c. dat. y περί y gen. περὶ τῶν μεγίστων θεωρημάτων ἀλλήλοις ἀντιδοξοῦντες D.S.2.29, ἡμῖν περὶ τούτου Sch.Arat.Comm.19.23
tb. c. πρός y ac. πρὸς αὐτούς Plb.16.14.4
abs. ἐν πολλοῖς ἀντιδοξῶν καὶ τἀναντία γράφων αὐτῷ Plb.2.56.1, cf. Boeth.Stoic.3.267.