< ἀντιδιαλογίζεται
ἀντιδιαπλέκω >
ἀντιδιανυκτερεύω
pasar la noche en vela frente a
ὁ Ἀντώνιος ἔνοπλος ἐπὶ τῶν φυλακτηρίων ἀντιδιενυκτέρευε τῷ Βρούτῳ
App.
BC
4.130.