< ἀντιδιακοσμέω
ἀντιδιαλέγομαι >
ἀντιδιακρίνω
dividir
,
separar
en v. pas.
ἐκεῖνο δὲ πάντα καὶ πρὸς οὐδὲν ἀντιδιακρινόμενον
Dam.
Pr
.67.