ἀντιδημιουργέω
1 crear en rivalidad con c. dat.
πῶς οὖν ἀντιδημιουργοῦσι τῷ θεῷ;Clem.Al.Paed.3.3.17.
2 en v. med. manufacturar en competencia c. πρός y ac.
ταύτας (ἡδυπότιδας) φησὶν ... Ῥοδίους ἀντιδημιουργήσασθαι πρὸς τὰς Ἀθήνησι θηρικλείουςLync. en Ath.469b.