< ἀντιγραμματεύς
ἀντιγραφεῖον >
ἀντιγραφεία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
ἀντιγραφία
IPr
.108.222 (II a.C.)
acción de comprobar
cuentas,
inspección
,
PPetr
.3.56b.8 (III a.C.), cf.
PTeb
.5.85 (II a.C.),
IPr
.l.c.