< ἀντιβολήρ·
ἀντιβολία >
ἀντιβόλησις
,
-εως, ἡ
ruego
,
súplica
ἱκετείας τε καὶ ἀντιβολήσεις ... ποιούμενοι
Pl.
Smp
.183a, cf.
Ap
.37a.