ἀντιβουκολέω
1 engañar a su vez
οἱ δὲ θεοὶ βουλόμενοι αὐτόν ... ἀντιβουκολῆσαιAesop.28.1.
2 fig. nutrir, alimentar a su vez
τὴν ἐκείνου κακίανIust.Phil.Ep.Zen.et Ser.M.6.1196A.
οἱ δὲ θεοὶ βουλόμενοι αὐτόν ... ἀντιβουκολῆσαιAesop.28.1.
τὴν ἐκείνου κακίανIust.Phil.Ep.Zen.et Ser.M.6.1196A.