ἀντιβολέω
• Morfología: [impf. ἠντιβόλουν Lys.1.25; c. doble aum., aor., ἠντεβόλησε Ar.Fr.38, impf. ἠντεβόλει Ar.Eq.667, Ach.147, Lys.1.29]
I c. suj. y compl. de pers.
1 salir al encuentro, encontrar c. ac. o dat.
σφωε ... θεὸς ἀντιβολήσαςIl.10.546,
μοι Ἑρμείας ... ἀντεβόλησεOd.10.277.
2 c. sent. hostil enfrentarse c. dat.
μοιIl.16.847
•abs. atacar, Il.11.365.
3 suplicar c. ac., en uso parentético
σεAr.Nu.110, Pl.444, Ach.414, Pl.Com.43.5, 173.3
•c. ac. e inf.
ἠντεβόλει γ' αὐτοὺς ... μεῖναιAr.Eq.667,
τὸν πατέρ' ἠντεβόλει βοηθεῖνAr.Ach.147,
ἕκαστον ... ψηφίσασθαιD.21.188,
ὑμᾶς ... πεῖσαιD.48.57
•c. inf.
εἰ ... ἀντιβολοίης σοι δοῦναι γραμματικὴν ἐπιστήμηνPl.Erx.398e,
μὴ ἀποκτεῖναιLys.1.25,
παύσασθαιLuc.Alex.57,
συνεξευρεῖν τὸν αἴτιον τοῦ θανάτουPlu.2.109c
•abs.
περὶ τῶν ἀντιβολούντωνAr.V.559,
εἴπ', ἀντιβολῶAr.Eq.109,
ἀντιβολῆσαι ἀναγκάζεται ἐν τοῖς δικαστηρίοιςX.Ath.1.18
•en v. pas.
ἀντιβοληθείςtras ser objeto de súplica Ar.V.560.
II c. suj. de pers. y compl. de cosa
1 estar presente c. dat.
φόνῳ ἀνδρῶνOd.11.416,
τάφῳ ἀνδρῶνOd.24.87,
πικρᾷ τύχῃSB 8233.4.
2 tener, obtener, participar c. gen.
μάχηςIl.4.342,
ἐπητύοςOd.21.306,
τάφουOd.4.547,
γάμουHes.Op.784,
πυκινοῦ νόουTimo 59.
III suj. de cosa y compl. de pers. tocarle en suerte a c. gen.
στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει ... ἐμέθενOd.18.272.
IV c. suj. de pers. entregar c. ac. y dat.
ὁ δὲ δαίμων νήπιον ἀντεβόλησ' ἐπταέτε[ι] κλίματιGVI 1796 (Fréjus).