ἀντιβλέπω
1 mirar cara a cara c. dat. de pers.
τῷ ἐμῷ πατρίX.HG 5.4.27,
τοῖς φίλοιςMen.Fab.Incert.7.129, c. dat. de cosa
λόγχαιςX.Smp.2.14,
σιδήρῳLuc.Anach.33
•c. πρός y ac. de pers.
πρὸς ἕκαστον τούτωνD.25.98, c. πρός y ac. de cosa
πρὸς τὴν τύχηνPlu.2.476e
•c. εἰς y ac. de cosa
εἰς τὸν ἥλιονX.Mem.4.7.7, Thphr.Sens.18
•c. ac.
ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι ἀδικῶνMen.Fr.598
•abs.
οὐκέτι ἀντιβλεπούσας κατακεῖσθαι τὰς αἶγαςque las cabras no se tumbasen unas frente a otras Arist.HA 611a4, cf. Pherecr.203B.
2 fig. enfrentarse a, afrontar c. dat.
παθήμασινI.AI 6.10
•c. πρός y ac.
πρὸς ... τοὺς ἀγῶνας τούτουςChrys.M.52.563
•desafiar, oponerse
πρὸς δωρεὰς βασιλέωνPlu.Comp.Dem.Cic.3,
ἀναιδῶς αὐτῷ ἀντιβλέψαςOrigenes Io.2.14, cf. CPHerm.52.1.27 (III d.C.).
3 fig. ser objeto de comparación
ὁ Ἰωβ ... πρὸς Παῦλον ἀντιβλέψαι δυνάμενος διὰ τὴν ὑπομονήνChrys.M.63.844.