< ἀντιβλασφημέω
ἀντιβλεπτέον >
ἀντιβλεπόντως
adv.
encarándose
καθεσθέντα τὸν ἰατρὸν ἀ. μὲν τῷ κάμνοντι
Paul.Aeg.6.114.3.