ἀντιβιάζομαι


hacer fuerza en contra c. dat. λάβροισιν χείλεσι ... ἀντιβιαζόμενος AP 12.183 (Strat.)
abs., Ph.1.295
en v. pas. ῥώμῃ ... ἀντιβιασθέντες κραταιοτέρᾳ Ph.2.423.