ἀντιβατικός, -ή, -όν
I
φοράPlu.Phoc.2.
2 resistente, firme
ἀντιβατικωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφήSimp.in Cael.440.19, cf. 9,
τὸ σῶμαHierocl.p.23, cf. Alex.Aphr.Quaest.62.4
•subst. τὸ ἀ. resistencia, firmeza
τὴν δὲ περίσχισιν τοῦ πυρὸς φαίνεσθαι διὰ τὸ παχυμερὲς καὶ ἀντιβατικόνOlymp.in Mete.18.30, en med. del pulso
τὸ γὰρ ἀνατρεπτικόν τε καὶ ἀντιβατικὸν ἀπεδώκαμεν ἐκείνῳGal.8.949, cf. 644.
II adv.
1 -ῶς de forma firme del latido del pulso
πλήττωνGal.8.668.
2 compar. neutr. como adv.
κλίνης ἀντιβατικώτερον ἐστρωμένηςhecha una cama en forma más dura Sor.140.12.