< ἀντιβασανίζω
ἀντιβασιλεύω >
ἀντιβασιλεύς
,
-έως, ὁ
regente
τοῦς καλουμένους ἀντιβασιλεῖς τῶν ἀρχαιρεσίων ἕνεκα
D.H.9.69.