< ἀντιβάδην
ἀντιβαδίζω >
ἀντιβαδιάζω
obstruir
ἐὰν ... ἐν αὐταῖς ταῖς πραγματείαις ἀντιβαδιάζῃ
Greg.
Leg.Hom
.M.86.605A
•
ir en sentido contrario
,
Cat.Cod.Astr
.8(2).145.