< ἀντήλιος
ἄντην >
ἀντημοιβός
,
-όν
• Alolema(s):
tb.
ἀνταμοιβός
PMasp
.151.257 (VI d.C.)
1
que corresponde
,
que conviene
οὔνομα
Call.
Del
.52.
2
subst. τὰ ἀ.
represalias
,
PMasp
.151.251 (VI d.C.).