< ἀντεφοράω
ἀντεφορμέω >
ἀντεφορμάω
lanzarse a su vez contra
,
atacar
abs.
οὐ μὴν ἐδέξαντο γε ἀντεφορμήσαντας
Hld.8.16.5, cf. Ph.2.122.