< ἀντεφάπτω
ἀντεφευρίσκω >
ἀντεφεστιάω
agasajar a su vez
,
en compensación
τὸν ἑστιάτορα
Ph.2.139,
τοὺς δεσπότας
Ael.
NA
9.45,
τοὺς νομέας
Ael.
NA
15.7,
με
Philostr.
VS
573.