< ἀντευγνωμονέω
ἀντευεργετέω >
ἀντευδοκιμέω
rivalizar en fama
ἀντευδοκιμεῖται ... παρὰ τοῦ Περγαμηνοῦ Ἀττάλου
Lyd.
Mens
.1.28.