ἀντερείδω


I tr.

1 c. ac. y a veces dat. de cosa apoyar ἀντέρειδε ... βάσιν σήν pon firmemente los pies en el suelo S.Ph.1403, ξύλα ἀντήρειδον (τῷ πύργῳ) apuntalaban (una torre) X.HG 5.2.5, de ahí χειρὶ ... χεῖρ' ἀντερείσαις tomando la mano con la mano Pi.P.4.37, τοῖς λίθοις τοῖς ἀντερείδουσι τὰς περιφερεῖς στέγας a las piedras de una bóveda Demetr.Eloc.13.

2 c. ac. de cosa y dat. de pers. empujar contra, clavar ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ E.Supp.702, abs. ἀντερείσαντα ἔχειν mantener (la jabalina) clavada empujando X.Cyn.10.16
fig. oponer Ἥρᾳ μένος ἀν[τ]ερείδων oponiendo a Hera su valor Pi.Fr.52f88.

3 resistir a en v. pas. encontrar resistencia ἀντερείδεσθαι γὰρ τὸ θερμὸν ἀπὸ τοῦ ψυχροῦ Pythag.B 1a.

II intr.

1 ofrecer resistencia abs. ὅπως μὴ ἀντερείδῃ τὸ δάπεδον ἀλλ' ὑπείκωσιν αἱ τάπιδες X.Cyr.8.8.16, οὔτε πτῆσις ... εἰ μὴ ὁ ἀὴρ ... ἀντερείδοι Arist.MA 698b18, τὸ ὠθούμενον ἀντερείδειν ὅθεν ὠθεῖται Arist.Mech.858a27, de los que llegan al Hades, Luc.DMort.27.1
c. πρός y ac. chocar ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ τὸ προσπῖπτον ἔνδοθεν πρὸς ὃ τῶν ἔξω συνέπεσεν Pl.Ti.45c, πρὸς τοῦτο Plb.24.13.7.

2 c. dat. ejercer presión sobre θέναρι Hp.Fract.13, abs. τὰ μαλάκια συμπλέκεται κατὰ τὸ στόμα, ἀντερείδοντα los cefalópodos se acoplan por la boca apoyándose mutuamente Arist.GA 720b16
fig. ὡς [ἀν]τε[ρ]εί[δο]ντες οἱ μὲ[ν] ἄρχουσιν, οἱ δ' ἄρχειν ἀξιοῦσιν Phld.Rh.2.51
arguir contra οὐδείς ἐστιν ὁ ἀντερείσας αὐτῷ καὶ ἀντειπών Sor.135.1.