ἀντεραστής, -οῦ
• Alolema(s): fem. ἀντεράστρια Gloss.2.14
rival en el amor
τουτουίAr.Eq.733,
τῶν τότε μεγίστων γάμωνpor las bodas más ilustres de entonces X.Cyn.1.7,
πρὸς τοὺς ἀνταγωνιστὰς καὶ ἀντεραστάς ... φιλοτιμοῦνταιArist.Rh.1388a14,
ὑ[π'] ἀντεραστῶν μειρακίωνen el amor de una hetera, Men.Sam.26,
παγκρατιάζειν πρὸς τοὺς ἀντεραστάςPlu.2.753b,
«εἴπερ οἱ Ἀντερασταὶ Πλάτωνός εἰσι» φησὶ ΘράσυλλοςD.L.9.37, cf. Pl.Amat.132c, 133b, D.C.79.16.6, Aristaenet.1.23.14, Gloss.2.140
•rival en gener.
οἵ γε ἀντερασταὶ (τοῦ ἄρχειν) μαχοῦνταιPl.R.521b.