< ἀντεπισταλτικός
ἀντεπιστάτης >
ἀντεπίσταμαι
rivalizar en conocimiento
πῶς γὰρ οἷόν τε ἀντεπίστασθαι τῷ θεῷ;
Clem.Al.
Strom
.2.4.16 (cód.).