< ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπερείδομαι >
ἀντεπέξοδος
,
-ου, ὁ
salida contra
,
ataque recíproco
ἀντεπέξοδοι παρ' ἀμφοτέρων ... ἐγίγνοντο
D.C.47.37.5.