< ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος >
ἀντεπιτροπεύω
astrol.
tomar parte en el gobierno
Ἄρ[η μ]ὴ μέντοι γε ἀντεπιτροπε[ύειν
PMich
.149.17.7, 11 (II d.C.).