< ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτειχίζω >
ἀντεπιτείνω
estimular por contraste
τὰ λαμπρά ... τοῖς διαφόροις πάθεσιν ἀντεπιτείνοντα τὴν φαντασίαν
Plu.2.933c.