ἀντεπεξάγω
1 intr. abs. marchar a su vez en contra Th.8.104, Luc.Bacch.3
•en v. med.
Ἀντώνιος ... ἀντεπεξηγάγετο ὅσον ἐδύνατοD.C.50.31.6.
2 tr. conducir a su vez contra, llevar contra
αὐτοῖς τὴν στρατιάνI.AI 6.170,
τὴν οἰκείαν δύναμινI.AI 8.382
•contrastar con, oponer c. ac. y dat.
ἀντεπεξάγει πάλιν αὐτὴν (πίστιν) τῷ νόμῳChrys.M.60.458.