< ἀντεπαπορέω
ἀντέπαρχος >
ἀντεπαρύομαι
participar por turno
τῆς δ' ἐκ τοῦ θνητοῦ μετουσίας μὴ ἀντεπαρυόμενος
Eus.
LC
14.