< ἀντέξοδος
ἀντεξόρμησις >
ἀντεξορμάω
lanzarse a su vez en contra
ἐς αὐτούς
D.C.48.47.6
•
abs.
contraatacar
νομίσαντες ἐφ' ἑαυτοὺς ἀντικρὺς χωρεῖν, ἀντεξώρμησαν
D.C.63.24.3.