ἀντεξεταστικός, -ή, -όν
1 comparativo
σύγκρισίς ἐστι λόγος ἀντεξεταστικόςAphth.Prog.10 (p.31).
2 adv. -ῶς mediante comparación
εἰ κατὰ συμπλοκὴν ἀ. προέλθοιMen.Rh.p.403.
σύγκρισίς ἐστι λόγος ἀντεξεταστικόςAphth.Prog.10 (p.31).
εἰ κατὰ συμπλοκὴν ἀ. προέλθοιMen.Rh.p.403.